παράσελμα

παράσελμα
το мор. продольная доска, положенная на днище лодки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παράσελμα" в других словарях:

  • παράσελμα — έλματος, το ναυτ. καθένα από τα υποπόδια τής βάρκας, η αφαιρετή σανίδα που τοποθετείται μεταξύ δύο σελμάτων* κατά το διάμηκες τής λέμβου, κν. πασαμπάγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σέλμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • πασαπάγκος — και πασαμπάγκος, ο ναυτ. κοινή ονομασία για το παράσελμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»